- ὁπλομελέτη
- ὁπλο-μελέτη, ἡ, =A armatura, Lyd.Mag.1.46.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
οπλομελέτη — ὁπλομελέτη, ἡ (Μ) εξάσκηση στην επιδέξια χρήση τών όπλων, οπλασκία … Dictionary of Greek
ὁπλομελέτη — armatura fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
όπλο — Κάθε μέσο κατασκευασμένο για να χρησιμοποιηθεί για το κυνήγι, για τον πόλεμο ή για την προσωπική άμυνα. Στους πρωτόγονους πληθυσμούς, τα εργαλεία και τα ό. δεν διαφέρουν ουσιαστικά: τα αμύγδαλα, για παράδειγμα, μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν και… … Dictionary of Greek